βασκαντικός
Смотреть что такое "βασκαντικός" в других словарях:
βασκαντικός — βασκαντικός, ή, όν (Α) [βασκαίνω] φθονερός, φιλοκατήγορος … Dictionary of Greek
βασκαντικόν — βασκαντικός envious masc acc sg βασκαντικός envious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκαντικῇ — βασκαντικός envious fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκαντικήν — βασκαντικός envious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)