βασκαντικός

βασκαντικός
η , ό[ν] см. βάσκανος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βασκαντικός" в других словарях:

  • βασκαντικός — βασκαντικός, ή, όν (Α) [βασκαίνω] φθονερός, φιλοκατήγορος …   Dictionary of Greek

  • βασκαντικόν — βασκαντικός envious masc acc sg βασκαντικός envious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκαντικῇ — βασκαντικός envious fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκαντικήν — βασκαντικός envious fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»